- βλεπτέον
- βλεπτ-έον,A one must look,
εἴς τι Pl.Lg.965d
, Arist.APr.44a36, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἴς τι Pl.Lg.965d
, Arist.APr.44a36, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βλεπτέον — one must look masc acc sg βλεπτέον one must look neut nom/voc/acc sg βλεπτέος masc/fem acc sg βλεπτέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek